άντυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άντυτος | η | άντυτη | το | άντυτο |
γενική | του | άντυτου | της | άντυτης | του | άντυτου |
αιτιατική | τον | άντυτο | την | άντυτη | το | άντυτο |
κλητική | άντυτε | άντυτη | άντυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άντυτοι | οι | άντυτες | τα | άντυτα |
γενική | των | άντυτων | των | άντυτων | των | άντυτων |
αιτιατική | τους | άντυτους | τις | άντυτες | τα | άντυτα |
κλητική | άντυτοι | άντυτες | άντυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
άντυτος, -η, -ο
- που δεν έχει ντυθεί
- που δεν είναι κατάλληλα ντυμένος
- που δεν έχει καλυφθεί
- ≈ συνώνυμα: ακάλυπτος
- ≠ αντώνυμα: καλυμμένος