Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλθακότητα οι μαλθακότητες
      γενική της μαλθακότητας των μαλθακοτήτων
    αιτιατική τη μαλθακότητα τις μαλθακότητες
     κλητική μαλθακότητα μαλθακότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλθακότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλθακότης από την αιτιατική ενικού «τὴν μαλθακότητα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mal.θaˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαλ‐θα‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλθακότητα θηλυκό

  1. η έλλειψη πάθους ή αποφασιστικότητας στην προσπάθεια επίτευξης στόχων
  2. η οκνηρή και χωρίς σκληραγώγηση ζωή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μαλθακότητα θηλυκό