παπάρι
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπάρι | τα | παπάρια |
γενική | του | παπαριού | των | παπαριών |
αιτιατική | το | παπάρι | τα | παπάρια |
κλητική | παπάρι | παπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παπάρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το ανδρικό μόριο
- ενοχλητικό αντικείμενο