Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπάρι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Προβολή κώδικα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παπάρ
ι
τα
παπάρ
ια
γενική
του
παπαρ
ιού
των
παπαρ
ιών
αιτιατική
το
παπάρ
ι
τα
παπάρ
ια
κλητική
παπάρ
ι
παπάρ
ια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με
συνίζηση
.
Κατηγορία
όπως «
τραγούδι
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
παπάρι
<
παπάρ(α)
+
-ι
Ουσιαστικό
παπάρι
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
το ανδρικό
μόριο
≈
συνώνυμα
:
αρχίδι
ενοχλητικό
αντικείμενο
Εκφράσεις
παπάρια
:
βλακείες
,
ανοησίες
παπάρια μάντολες/μέντολες
:
βλακείες
, ανούσια θέματα,
ψέμα
Συγγενικά
παπάρας
παπαριά
Μεταφράσεις
παπάρι
αγγλικά
:
plumbing
(en)
,
nut
(en)