παπάρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαπαπάρας < παπάρα (φαγητό από βρεγμένο ψωμί, πιάτο των Βαλκανίων)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπάρας αρσενικό και παπαρδέλας (πληθυντικός : παπάρες)
παπάρας < παπάρα (φαγητό από βρεγμένο ψωμί, πιάτο των Βαλκανίων)
παπάρας αρσενικό και παπαρδέλας (πληθυντικός : παπάρες)