Ετυμολογία

επεξεργασία
κενολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κενολόγος[1] < αρχαία ελληνική κενός + -λόγος

  Επίθετο

επεξεργασία

κενολόγος, -ος, -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κενολόγος οι κενολόγοι
      γενική του/της κενολόγου των κενολόγων
    αιτιατική τον/την κενολόγο τους/τις κενολόγους
     κλητική κενολόγε κενολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κενολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία