nut
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nut | nuts |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
nut (en)
- (ξηρός καρπός) το καρύδι
- (πληθυντικός) → δείτε τη λέξη nuts οι ξηροί καρποί
- (οικείο) ο χαζός, ο παλαβός
ενικός | πληθυντικός |
nut | nuts |
nut (en)