Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
nut
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
nut
nuts
Ουσιαστικό
επεξεργασία
nut
(en)
(
ξηρός καρπός
) το
καρύδι
(
πληθυντικός
) →
δείτε
τη λέξη
nuts
οι ξηροί καρποί
(
οικείο
) ο
χαζός
, ο
παλαβός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Κατηγορία:Ξηροί καρποί (αγγλικά) στο Βικιλεξικό