↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαρμποσύνη οι αγαρμποσύνες
      γενική της αγαρμποσύνης
    αιτιατική την αγαρμποσύνη τις αγαρμποσύνες
     κλητική αγαρμποσύνη αγαρμποσύνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαρμποσύνη < άγαρμπ(ος) + -οσύνη[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣaɾ.boˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαρ‐μπο‐σύ‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαρμποσύνη θηλυκό

  • η ιδιότητα του άγαρμπου, η αδεξιότητα
    ※  Ο Ηρακλής υπέμεινε, χωρίς να δυσανασχετεί, τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες και συμφορές του ταραχώδους βίου του. Τον χαρακτήριζε, εκτός από τη σωματική του δύναμη, και μια αγαρμποσύνη, που, σε συνδυασμό με τα θυελλώδη ξεσπάσματα θυμού του, μπορούσε να προξενήσει τον τραυματισμό ή τον θάνατο οποιουδήποτε είχε την ατυχία να βρίσκεται κοντά του.
    Stephen Fry (μτφ. Πέτρος Γεωργίου), Ήρωες: η αρχαία ελληνική μυθολογία αλλιώς, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2023. ISBN 9789601699622

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγαρμποσύνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)