αρχιδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχιδιά | οι | αρχιδιές |
γενική | της | αρχιδιάς | των | αρχιδιών |
αιτιατική | την | αρχιδιά | τις | αρχιδιές |
κλητική | αρχιδιά | αρχιδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχιδιά θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχιδιά
|