φακοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φακοειδής | η | φακοειδής | το | φακοειδές |
γενική | του | φακοειδούς* | της | φακοειδούς | του | φακοειδούς |
αιτιατική | τον | φακοειδή | τη | φακοειδή | το | φακοειδές |
κλητική | φακοειδή(ς) | φακοειδής | φακοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φακοειδείς | οι | φακοειδείς | τα | φακοειδή |
γενική | των | φακοειδών | των | φακοειδών | των | φακοειδών |
αιτιατική | τους | φακοειδείς | τις | φακοειδείς | τα | φακοειδή |
κλητική | φακοειδείς | φακοειδείς | φακοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φακοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φακοειδής [1] < φακ(ός) + -ο- + -ειδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.ko.eˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐κο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαφακοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με φακό, που έχει το σχήμα φακού, οβάλ, ελλειπτικό ή ελλειψοειδές σχήμα
- ⮡ Επιπρόσθετα, το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα και ο κερκοφόρος πυρήνας δεν είχαν συνδεθεί μεταξύ τους.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φακοειδής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφακοειδής, -ής, -ές
Πηγές
επεξεργασία- φακοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.