πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάθλαση οι διαθλάσεις
      γενική της διάθλασης* των διαθλάσεων
    αιτιατική τη διάθλαση τις διαθλάσεις
     κλητική διάθλαση διαθλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαθλάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάθλαση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία