διαθλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαθλώ < διά + θλῶ (: σπάζω)
Ρήμα
επεξεργασίαδιαθλώ
- σπάζω σε δύο σημεία, χωρίζω στη μέση
- προκαλώ τη διάθλαση μιας δέσμης φωτός, ενός ηχητικού κύματος κ.λπ.
- το φως διαθλάται με το πρίσμα
διαθλώ