διαθλαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαθλαστικότητα < διά + θέμα θλάσ - (< θλῶ: σπάζω) + -τικότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαθλαστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα που έχει ο διαθλαστικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαθλαστικότητα
|