↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαθλαστικός η διαθλαστική το διαθλαστικό
      γενική του διαθλαστικού της διαθλαστικής του διαθλαστικού
    αιτιατική τον διαθλαστικό τη διαθλαστική το διαθλαστικό
     κλητική διαθλαστικέ διαθλαστική διαθλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαθλαστικοί οι διαθλαστικές τα διαθλαστικά
      γενική των διαθλαστικών των διαθλαστικών των διαθλαστικών
    αιτιατική τους διαθλαστικούς τις διαθλαστικές τα διαθλαστικά
     κλητική διαθλαστικοί διαθλαστικές διαθλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαθλαστικός < διά + θέμα θλάσ- (< θλῶ: σπάζω) + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαθλαστικός , διαθλαστική, διαθλαστικό

  • αυτός που μπορεί να προκαλέσει διάθλαση ή να προκύψει με τη διάθλαση
διαθλαστικό τηλεσκόπιο
  • πλάγιο χτύπημα με τροχιά κρούσης σε σχήμα "V" συνήθως με σπαθί, εξοστρακισμός σφαίρας και τριγωνομετρικός υπολογισμός της τροχιάς της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία