φασολάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φασολάκι | τα | φασολάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φασολάκι | τα | φασολάκια |
κλητική | φασολάκι | φασολάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φασολάκι < φασόλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.soˈla.ci/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφασολάκι ουδέτερο (πληθυντικός φασολάκια)
- (λαχανικό) ο πράσινος καρπός της φασολιάς που μαγειρεύται
- (κυριολεκτικά) μικρό φασόλι
- (έπιπλο) σε σχήμα φασολιού, συνήθως τραπεζάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία φασολάκι