Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγεθυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεγεθυντικ
ός
η
μεγεθυντικ
ή
το
μεγεθυντικ
ό
γενική
του
μεγεθυντικ
ού
της
μεγεθυντικ
ής
του
μεγεθυντικ
ού
αιτιατική
τον
μεγεθυντικ
ό
τη
μεγεθυντικ
ή
το
μεγεθυντικ
ό
κλητική
μεγεθυντικ
έ
μεγεθυντικ
ή
μεγεθυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεγεθυντικ
οί
οι
μεγεθυντικ
ές
τα
μεγεθυντικ
ά
γενική
των
μεγεθυντικ
ών
των
μεγεθυντικ
ών
των
μεγεθυντικ
ών
αιτιατική
τους
μεγεθυντικ
ούς
τις
μεγεθυντικ
ές
τα
μεγεθυντικ
ά
κλητική
μεγεθυντικ
οί
μεγεθυντικ
ές
μεγεθυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγεθυντικός
<
μεγεθύνω
Επίθετο
επεξεργασία
μεγεθυντικός
που προκαλεί την
αύξηση
των
διαστάσεων
Συγγενικά
επεξεργασία
μεγέθυνση
μεγεθυντικό
μεγεθύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγεθυντικός
αγγλικά
:
magnifying
(en)
γαλλικά
:
agrandissant
(fr)
,
grossissant
(fr)