grossissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- grossissant < grossir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grossissant | grossissants |
θηλυκό | grossissante | grossissantes |
grossissant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grossissant | grossissants |
θηλυκό | grossissante | grossissantes |
grossissant (fr)