Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
grossissement
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
grossissement
grossissements
grossissement
(fr)
αρσενικό
η
μεγέθυνση
≈
συνώνυμα
:
agrandissement
,
amplification
η
αύξηση
του
βάρους
ή του
όγκου
, η
διόγκωση
≈
συνώνυμα
:
accroissement
,
développement
Συγγενικά
επεξεργασία
grossir
grossissant
-
grossissante