Δείτε: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση, σύγκλυση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκλιση οι συγκλίσεις
      γενική της σύγκλισης* των συγκλίσεων
    αιτιατική τη σύγκλιση τις συγκλίσεις
     κλητική σύγκλιση συγκλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύγκλιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία