Δείτε: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση, σύγκλυση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκλιση οι συγκλίσεις
      γενική της σύγκλισης* των συγκλίσεων
    αιτιατική τη σύγκλιση τις συγκλίσεις
     κλητική σύγκλιση συγκλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύγκλιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύγκλισις (στενοπορία) < αρχαία ελληνική συγκλίνω < σύγ- + κλί(νω) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική convergence[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐γκλι‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: σύγ‐κλι‐ση
ομόηχα: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλυση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύγκλιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία