συγκλίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκλίνω < αρχαία ελληνική συγκλίνω < συν- + κλίνω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκλίνω
- τείνω να συναντηθώ με κάποιον ή κάτι σε ένα σημείο ή μια γραμμή
- (μεταφορικά) τείνω προς κοινό συμπέρασμα ή αποτέλεσμα (π.χ. στο θέμα αυτό οι απόψεις μας συγκλίνουν)