συγκεκλιμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεκλιμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκλίνω
Μετοχή
επεξεργασίασυγκεκλιμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συγκλίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεκλιμένος
|
συγκεκλιμένος, -η, -ο
|