αποκλίνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποκλίνω < αρχαία ελληνική ἀποκλίνω < ἀπό + κλίνω
ΡήμαΕπεξεργασία
αποκλίνω
- έχω κλίση προς τα πλάγια
- (μεταφορικά) αλλάζω κατεύθυνση ή πορεία
- διαφέρω
- εμφανίζω ιδιαιτερότητες, είμαι έξω από τα συνηθισμένα όρια
- εκφράζω μια προτίμηση ή τάση
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (ψυχολογία) αποκλίνουσα σκέψη : η μορφή της σκέψης που ασχολείται με ένα ζήτημα με πρωτότυπο και ασυνήθιστο τρόπο