• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λοξοδρομώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λοξοδρομώ < ελληνιστική κοινή λοξοδρόμος + -ώ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /lo.kso.ðro.ˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐ξο‐δρο‐μώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

λοξοδρομώ

  1. στρίβω λοξά και βγαίνω από την πορεία μου
  2. (μεταφορικά) χάνω το στόχο μου και ασχολούμαι με άλλα πράγματα από αυτά που αρχικά ήθελα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • λοξοδρόμηση
  • λοξοδρομία
  • λοξοδρομικός
  • λοξοδρόμισμα
  • → δείτε τις λέξεις λοξός και δρόμος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λοξοδρομώ
  • γαλλικά : dévier (fr), obliquer (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λοξοδρομώ&oldid=5488346"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 18:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 18:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie