λοξοδρομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοξοδρομικός < λοξοδρομία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
λοξοδρομικός
- που έχει σχέση με λοξοδρομία ή λοξοδρόμηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοξοδρομικός
|