λοξοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοξοδρομία < μεσαιωνική ελληνική λοξοδρομία < ελληνιστική κοινή λοξοδρόμος < αρχαία ελληνική λοξός + δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοξοδρομία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) πλεύση σκάφους που διατηρεί σταθερή κατεύθυνση πυξίδας, που τέμνει τους μεσημβρινούς στην ίδια γωνία
- (ναυτικός όρος) πλαγιοδρομία
- άλλη μορφή του λοξοδρόμηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλαγιοδρομία
|
λοξοδρόμηση
|