↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοξοδρομία οι λοξοδρομίες
      γενική της λοξοδρομίας των λοξοδρομιών
    αιτιατική τη λοξοδρομία τις λοξοδρομίες
     κλητική λοξοδρομία λοξοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λοξοδρομία < μεσαιωνική ελληνική λοξοδρομία < ελληνιστική κοινή λοξοδρόμος < αρχαία ελληνική λοξός + δρόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοξοδρομία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) πλεύση σκάφους που διατηρεί σταθερή κατεύθυνση πυξίδας, που τέμνει τους μεσημβρινούς στην ίδια γωνία
  2. (ναυτικός όρος) πλαγιοδρομία
  3. άλλη μορφή του λοξοδρόμηση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία