πλαγιοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.ʝi.o.ðɾoˈmi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαγιοδρομία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η κατεύθυνση κίνησης ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους όταν έχει τον άνεμο κάθετο στην κατεύθυνση προς την οποία κινείται
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαγιοδρομία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 808, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου