μεσημβρινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεσημβρινός < αρχαία ελληνική μεσημβρινός < μεσημβρία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεσημβρινός, -ή, -ό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεσημβρινός αρσενικό
- ο μέγιστος νοητός κύκλος της υδρογείου που ενώνει τους δύο πόλους της
- (ειδικότερα) το παραπάνω ημικύκλιο της υδρογείου που προσδιορίζει το γεωγραφικό μήκος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
μεσημβρινός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεσημβρινός (δωρικός τύπος : μεσαμβρινός)
- μεσημβρινός
- μεσημεριανός
- νότιος