méridien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- méridien < (άμεσο δάνειο) λατινική meridien méridianus < meridies (μεσημέρι)
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méridien | méridiens |
θηλυκό | méridienne | méridiennes |
méridien (fr)
- (παρωχημένο, λόγιο) μεσημεριανός, μεσημεριάτικος, σχετικός με το μεσημέρι
- la pause méridienne - η διακοπή (εργασία]]ς του μεσημεριού
- (γεωγραφία) μεσημβρινός