Ετυμολογία

επεξεργασία
méridien < (άμεσο δάνειο) λατινική meridien méridianus < meridies (μεσημέρι)

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό méridien méridiens
θηλυκό méridienne méridiennes

méridien (fr)

  1. (παρωχημένο, λόγιο) μεσημεριανός, μεσημεριάτικος, σχετικός με το μεσημέρι
    la pause méridienne - η διακοπή (εργασία]]ς του μεσημεριού
  2. (γεωγραφία) μεσημβρινός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
méridien méridiens

méridien (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία