méridional
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- méridional < δημώδης λατινική meridionalis < meridies (νότος)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méridional | méridionaux |
θηλυκό | méridionale | méridionales |
méridional (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méridional | méridionaux |
θηλυκό | méridionale | méridionales |
méridional (fr)