υδρόγειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υδρόγειος | η | υδρόγεια & υδρόγειος |
το | υδρόγειο |
γενική | του | υδρόγειου & υδρογείου |
της | υδρόγειας & υδρογείου |
του | υδρόγειου & υδρογείου |
αιτιατική | τον | υδρόγειο | την | υδρόγεια & υδρόγειο |
το | υδρόγειο |
κλητική | υδρόγειε | υδρόγεια & υδρόγειε |
υδρόγειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υδρόγειοι | οι | υδρόγειες & υδρόγειοι |
τα | υδρόγεια |
γενική | των | υδρόγειων & υδρογείων |
των | υδρόγειων & υδρογείων |
των | υδρόγειων & υδρογείων |
αιτιατική | τους | υδρόγειους & υδρογείους |
τις | υδρόγειες & υδρογείους |
τα | υδρόγεια |
κλητική | υδρόγειοι | υδρόγειες & υδρόγειοι |
υδρόγεια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδρόγειος < (μαρτυρείται από το 1780) στη φράση «ὑδρόγειος σφαῖρα»[1] (καθαρεύουσα) < υδρό- (< ύδωρ) + -γειος (< γη), ίσως σφαλερή απόδοση για μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική terraqué,[2] globe terrestre
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈðɾo.ʝi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρό‐γει‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαυδρόγειος, -α/-ος, -ο
- (κυριολεκτικά) με γη και με νερό
- στον όρο: υδρόγειος σφαίρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδρόγειος θηλυκό
- η Γη
- η υδρόγειος σφαίρα, σφαιρικό ομοίωμα της Γης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ υδρόγειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας