Ετυμολογία

επεξεργασία
terrestre < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
terrestre terrestres

terrestre (fr) αρσενικό ή θηλυκό