εγκόσμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκόσμιος < (ελληνιστική κοινή) ἐγκόσμιος < ἐν + κόσμος
Επίθετο
επεξεργασίαεγκόσμιος, -ος/-α, -ο
- που υπάρχει ή αναφέρεται ή ανήκει στον υλικό κόσμο της καθημερινής ζωής και όχι σε κάποιον άλλο πνευματικό ή υπερβατικό κόσμο