πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερκόσμιος η υπερκόσμιος
& υπερκόσμια
το υπερκόσμιο
      γενική του υπερκόσμιου της υπερκόσμιου
& υπερκόσμιας
του υπερκόσμιου
    αιτιατική τον υπερκόσμιο την υπερκόσμιο
& υπερκόσμια
το υπερκόσμιο
     κλητική υπερκόσμιε υπερκόσμιε
& υπερκόσμια
υπερκόσμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερκόσμιοι οι υπερκόσμιοι
& υπερκόσμιες
τα υπερκόσμια
      γενική των υπερκόσμιων των υπερκόσμιων των υπερκόσμιων
    αιτιατική τους υπερκόσμιους τις υπερκόσμιους
& υπερκόσμιες
τα υπερκόσμια
     κλητική υπερκόσμιοι υπερκόσμιοι
& υπερκόσμιες
υπερκόσμια
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

υπερκόσμιος, -ος/-α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία