temporel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- temporel < λατινική temporalis
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɑ̃.pɔ.ʁɛl/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | temporel | temporels |
θηλυκό | temporelle | temporelles |
temporel (fr)