εγκόσμια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εγκόσμια | ||
γενική | των | εγκοσμίων | ||
αιτιατική | τα | εγκόσμια | ||
κλητική | εγκόσμια | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εγκόσμια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκόσμιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εγκόσμια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε, όσα αφορούν την εγκόσμια ζωή
- αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει καλόγερος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εγκόσμια