Δείτε επίσης: σφαίρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφαῖρ αἱ σφαῖραι
      γενική τῆς σφαίρᾱς τῶν σφαιρῶν
      δοτική τῇ σφαίρ ταῖς σφαίραις
    αιτιατική τὴν σφαῖρᾰν τὰς σφαίρᾱς
     κλητική ! σφαῖρ σφαῖραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφαῖρ
γεν-δοτ τοῖν  σφαίραιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφαῖρα < ετυμολογικές προτάσεις:

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφαῖρα θηλυκό

  1. σφαίρα
  2. μπάλα
  3. υδρόγειος σφαίρα
  4. γάντι πυγμάχου
  5. (ιατρική) (ελληνιστική κοινή) χάπι
  6. (ζωολογία) (ελληνιστική κοινή) αχινός

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σφαιρ- 

και σύνθετα


  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σφαίρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.