σφαῖρα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σφαῖρα < σπαίρω < πρωτοελληνική *spəřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *TsperH-[1] (κλοτσώ με την φτέρνα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σφαῖρα θηλυκό
- σφαίρα
- μπάλα
- υδρόγειος σφαίρα
- γάντι πυγμάχου
- (ιατρική) (ελληνιστική κοινή) χάπι
- (ζωολογία) (ελληνιστική κοινή) αχινός
Επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σφαῖρα στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «σφαῖρα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.