σφυρόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σφυρόν | τὰ | σφυρᾰ́ |
γενική | τοῦ | σφυροῦ | τῶν | σφυρῶν |
δοτική | τῷ | σφυρῷ | τοῖς | σφυροῖς |
αιτιατική | τὸ | σφυρόν | τὰ | σφυρᾰ́ |
κλητική ὦ! | σφυρόν | σφυρᾰ́ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφυρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σφυροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφυρόν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφυρόν, -οῦ ουδέτερο
- (ανατομία) αστράγαλος του ποδιού
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 147 (146-147)
- τοῖοί τοι, Μενέλαε, μιάνθην αἵματι μηροὶ | εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ᾽ ὑπένερθε.
- ομοίως, ω Μενέλαε, εβάφηκαν τα ωραία | μεριά σου και τα κνήμια σου και οι φτέρνες εις το αίμα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῖοί τοι, Μενέλαε, μιάνθην αἵματι μηροὶ | εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ᾽ ὑπένερθε.
- 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 117 (116-118)
- Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κορυθαίολος Ἕκτωρ· | ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, | ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης.
- Είπε· κι ευθύς εκίνησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ· | τες πτέρνες και τον τράχηλον το μαύρο δέρμα εκτύπα, | και γύρω την ομφαλωτήν εκύκλωνεν ασπίδα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κορυθαίολος Ἕκτωρ· | ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, | ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης.
- 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 147 (146-147)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 277 (274-277)
- ἢ προσέκοψ᾽ ἐν | τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που, | εἶτ᾽ ἐφλέγμηνεν αὐτοῦ | τὸ σφυρὸν γέροντος ὄντος;
- Στο σκοτάδι μήπως σκόνταψε | και το δάχτυλό του χτύπησε | και του κακοφόρμισε ίσως το στραγάλι; | Κάτι τέτοια τα παθαίνουν όλοι οι γέροι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἢ προσέκοψ᾽ ἐν | τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που, | εἶτ᾽ ἐφλέγμηνεν αὐτοῦ | τὸ σφυρὸν γέροντος ὄντος;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1179 @scaife.perseus
- καὶ τὸ σφυρὸν παλίνορρον ἐξεκόκκισεν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- (μεταφορικά) πρόποδες βουνού
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 46 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.44-2.46)
- ὃς | ἵπποισι Μαγνητίδεσσι ἐμίγνυτ' ἐν Παλίου | σφυροῖς,
- κι εκείνος | με τις μαγνησιώτικες εσμίχτηκε φοράδες στου Πηλίου | τα ριζά
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ὃς | ἵπποισι Μαγνητίδεσσι ἐμίγνυτ' ἐν Παλίου | σφυροῖς,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 46 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.44-2.46)
- το πιο απομακρυσμένο άκρο της Λιβύης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφυρόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφυρόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.