Δείτε επίσης: καλλίσφυρη
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καλλίσφυρος τὸ καλλίσφυρον
      γενική τοῦ/τῆς καλλισφύρου τοῦ καλλισφύρου
      δοτική τῷ/τῇ καλλισφύρ τῷ καλλισφύρ
    αιτιατική τὸν/τὴν καλλίσφυρον τὸ καλλίσφυρον
     κλητική ! καλλίσφυρε καλλίσφυρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καλλίσφυροι τὰ καλλίσφυρ
      γενική τῶν καλλισφύρων τῶν καλλισφύρων
      δοτική τοῖς/ταῖς καλλισφύροις τοῖς καλλισφύροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καλλισφύρους τὰ καλλίσφυρ
     κλητική ! καλλίσφυροι καλλίσφυρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καλλισφύρω τὼ καλλισφύρω
      γεν-δοτ τοῖν καλλισφύροιν τοῖν καλλισφύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλίσφυρος < καλλί- + σφῦρ(α) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλλίσφυρος, -ος, -ον

  • γυναίκα με ωραίους αστραγάλους
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 330
    τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ, Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα, νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς
    Κι ἡ κόρη ἡ λευκαστράγαλη τοῦ Κάδμου Ἰνὼ τὸν εἶδε, ἡ Λευκοθέα, ποὺ θνητῆς λαλιᾶ μιλοῦσε πρῶτα, μὰ τώρα θεᾶς στὰ πέλαγα τιμὲς ἀπολαβαίνει
    Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης, στη Βικιθήκη
    ※  2ος αιώνας κε Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, ιβ
    ὑπέφαινε δὲ καὶ τὰ χείλη ἐρυθρά, καὶ οἱ ὀδόντες λευκότεροι χιόνος ἦσαν. ἦν δὲ καὶ τὰ σφυρὰ ἀγαθὴ καὶ οἵας Ὅμηρος λέγει τὰς ὡραιοτάτας γυναῖκας κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φωνήν, καλλισφύρους ὀνομάζων.
    είχε δε και κόκκινα χείλη και τα δόντια της ήταν λευκότερα και από χιόνι. Είχε δει και όμορφους αστραγάλους και για τους οποίους ο Όμηρος αναφέρει για τις ωραιότατες γυναίκες με τη ίδια του τη φωνή και τις ονομάζει καλλίσφυρες (ομορφο-αστράγαλες)