τινάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τινάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τινάζω < αρχαία ελληνική τινάσσω
Ρήμα επεξεργασία
τινάζω, αόρ.: τίναξα, παθ.φωνή: τινάζομαι, π.αόρ.: τινάχτηκα, μτχ.π.π.: τιναγμένος
- εξαναγκάζω ένα εύκαμπτο αντικείμενο να παραμορφωθεί κυματικά για την απομάκρυνση των σωματιδίων πάνω του
- ↪ Τινάζω την κουβέρτα στο μπαλκόνι.
- ξεσκονίζω
- ↪ Τίναξε τα βιβλία.
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τινάζω
|
Πηγές επεξεργασία
- τινάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τινάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τινάζω < → λείπει η ετυμολογία [1]
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.