Ετυμολογία

επεξεργασία
τινάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τινάζω < αρχαία ελληνική τινάσσω

τινάζω, αόρ.: τίναξα, παθ.φωνή: τινάζομαι, π.αόρ.: τινάχτηκα, μτχ.π.π.: τιναγμένος

  1. εξαναγκάζω ένα εύκαμπτο αντικείμενο να παραμορφωθεί κυματικά για την απομάκρυνση των σωματιδίων πάνω του
    Τινάζω την κουβέρτα στο μπαλκόνι.
  2. ξεσκονίζω
    Τίναξε τα βιβλία.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τινάζω < λείπει η ετυμολογία [1]


ζητούμενο λήμμα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.