Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τίναγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τίναγμα
τα
τινάγμα
τ
α
γενική
του
τινάγμα
τ
ος
των
τιναγμά
τ
ων
αιτιατική
το
τίναγμα
τα
τινάγμα
τ
α
κλητική
τίναγμα
τινάγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τίναγμα
<
αρχαία ελληνική
τίναγμα
<
τινάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τίναγμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τινάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
τιναγμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τίναγμα
αγγλικά
:
jolt
(en)
γαλλικά
:
secousse
(fr)