Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τινάζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις τινάζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

  Έκφραση επεξεργασία

τινάζω στον αέρα

  1. ανατινάζω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία