Ετυμολογία

επεξεργασία
τινάζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις τινάζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

  Έκφραση

επεξεργασία

τινάζω στον αέρα

  1. ανατινάζω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία