Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατινάζω < αρχαία ελληνική ἀνατινάσσω. Μορφολογικά: ἀνά (ανα-) + τινάσσω (τινάζω)

  Ρήμα επεξεργασία

ανατινάζω, παθ. φωνή: ανατινάζομαι, παθ. μτχ.: ανατιναγμένος

  • προκαλώ μια έκρηξη, καταστρέφω κάτι ή σκοτώνω κάποιον με χρήση εκρηκτικών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία