Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξετινάζω < ξε- + τινάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξετινάζω, παθ. φωνή: ξετινάζομαι, παθ.μτχ.: ξετιναγμένος

  1. τινάζω έντονα με σκοπό να καθαρίσω τελείως κάτι
  2. (μεταφορικά) παίρνω από κάποιον όλα τα λεφτά του
  3. (μεταφορικά), (οικείο) ταλαιπωρώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία