Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατίναξη οι ανατινάξεις
      γενική της ανατίναξης* των ανατινάξεων
    αιτιατική την ανατίναξη τις ανατινάξεις
     κλητική ανατίναξη ανατινάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατινάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατίναξη < ανατινάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανατίναξη θηλυκό

  • η πράξη και το αποτέλεσμα του ανατινάσσω
    η ανατίναξη της γέφυρας εμπόδισε το πέρασμα του εχθρού

  Μεταφράσεις επεξεργασία