αχινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αχινός | οι | αχινοί |
γενική | του | αχινού | των | αχινών |
αιτιατική | τον | αχινό | τους | αχινούς |
κλητική | αχινέ | αχινοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχινός < μεσαιωνική ελληνική αχινός < αρχαία ελληνική ἐχῖνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχινός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Αχινός (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχινός
Πηγές
επεξεργασία- αχινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αχινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)