αχινιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αχινιός | οι | αχινιοί |
γενική | του | αχινιού | των | αχινιών |
αιτιατική | τον | αχινιό | τους | αχινιούς |
κλητική | αχινιέ | αχινιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχινιός < αχινός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχινιός αρσενικό
- (ζωολογία) άλλη μορφή του αχινός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχινιός
|