Αχινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αχινός | οι | Αχινοί |
γενική | του | Αχινού | των | Αχινών |
αιτιατική | τον | Αχινό | τους | Αχινούς |
κλητική | Αχινέ | Αχινοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αχινός < αχινός
- (ειδικά για το χωριό της Φθιώτιδας) < ελληνιστική κοινή Ἐχῖνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.çiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐χι‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑχινός αρσενικό