Αχινιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.çiˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐χι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑχινιώτης αρσενικό (θηλυκό Αχινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Αχινός ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αχινιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αχινιώτης | οι | Αχινιώτηδες |
γενική | του | Αχινιώτη* | των | Αχινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αχινιώτη | τους | Αχινιώτηδες |
κλητική | Αχινιώτη | Αχινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αχινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αχινιώτης < πατριδωνυμικό Αχινιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑχινιώτης αρσενικό (θηλυκό Αχινιώτη ή Αχινιώτου)