Αχινιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αχινιώτισσα < Αχινιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.çiˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐χι‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑχινιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αχινιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Αχινός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αχινιώτης
Αχινιώτισσα
|