↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αχινιώτισσα οι Αχινιώτισσες
      γενική της Αχινιώτισσας των Αχινιωτισσών
    αιτιατική την Αχινιώτισσα τις Αχινιώτισσες
     κλητική Αχινιώτισσα Αχινιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αχινιώτισσα < Αχινιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.çiˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐χι‐νιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αχινιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αχινιώτης