Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαρταράω < σπαρταρ(ώ) + -άω < αρχαία ελληνική ἀσπαίρω (με επίδραση της λέξης λαχταρώ) < ἀ- + σπαίρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spʰer- (τινάζομαι, πηδώ) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spaɾ.taˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαρ‐τα‐ρά.ω

  Ρήμα επεξεργασία

σπαρταράω/(σπαρταρώ), αόρ.: σπαρτάρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (κυριολεκτικά) κινούμαι με σπασμωδικό τρόπο και τινάζομαι από δω κι από κει
  2. (μεταφορικά) βιώνω έντονα συναισθήματα (χαράς, φόβου κ.λπ.) και δονούμαι ή πάλλομαι απ' αυτά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία