throb
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | throb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throbs |
αόριστος | throbbed |
παθητική μετοχή | throbbed |
ενεργητική μετοχή | throbbing |
Ρήμα
επεξεργασία- χτυπάω, για ένα μέρος του σώματος που αισθάνεται μια σειρά από τακτικές επώδυνες κινήσεις
- ↪ My head is throbbing.
- Το κεφάλι μου χτυπάει (πάει να σπάσει από πόνο).
- ↪ My head is throbbing.
- πάλλομαι, σπαρταράω, χτυπάω με δυνατό, τακτικό ρυθμό
- ↪ Her body throbbed with emotion.
- Το κορμί της παλλόταν από συγκίνηση.
- ↪ His heart was throbbing with joy.
- Η καρδιά του έπαλλε/σπαρταρούσε από χαρά.
- ↪ Her body throbbed with emotion.