ενεστώτας throb
γ΄ ενικό ενεστώτα throbs
αόριστος throbbed
παθητική μετοχή throbbed
ενεργητική μετοχή throbbing

throb (en) (αμετάβατο)

  1. χτυπάω, για ένα μέρος του σώματος που αισθάνεται μια σειρά από τακτικές επώδυνες κινήσεις
    My head is throbbing.
    Το κεφάλι μου χτυπάει (πάει να σπάσει από πόνο).
  2. πάλλομαι, σπαρταράω, χτυπάω με δυνατό, τακτικό ρυθμό
    Her body throbbed with emotion.
    Το κορμί της παλλόταν από συγκίνηση.
    His heart was throbbing with joy.
    Η καρδιά του έπαλλε/σπαρταρούσε από χαρά.